- διαβήτης
- ο1) циркуль; измеритель; 2) мед. диабет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβήτης — compass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
διαβήτης — ο 1. όργανο με δύο σκέλη που χαράζει κύκλους ή συγκρίνει μικρά διαστήματα: Ένας τέλειος κύκλος γίνεται μόνο με διαβήτη. 2. (ιατρ.), είδος αρρώστιας: Ο αριθμός αυτών που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη αυξάνεται διαρκώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβητῶν — διαβήτης compass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβῆται — διαβήτης compass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήταις — διαβήτης compass masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτη — διαβήτης compass masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτου — διαβήτης compass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτῃ — διαβήτης compass masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
παγκρεατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας (α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία») 2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης» ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομής β) «παγκρεατικό υγρό» (βιοχ.) υγρό που… … Dictionary of Greek